υπερώριμος — η, ο, Ν (κυριολ. και μτφ.) υπερβολικά ώριμος, παραγινωμένος, παραφτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ώριμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… … Dictionary of Greek
παρακάνω — και παρακάμνω 1. κάνω κάτι με υπερβολή, ξεπερνώ τα ανεκτά όρια ως προς κάτι που κάνω ή ως προς τη συμπεριφορά μου 2. φρ. α) «παρακάνει ζέστη [ή κρύο]» ο καιρός είναι πάρα πολύ ζεστός ή πάρα πολύ ψυχρός β) «τό παρακάνω» υπερβαίνω τα εσκαμμένα,… … Dictionary of Greek
σπυριάρης — α, ικο, Ν 1. γεμάτος σπυριά, γεμάτος εξανθήματα 2. (για καρπό) γεμάτος σπόρους, υπερώριμος («σπυριάρικο αγγούρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρί + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψειρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
υπέρωρος — ον, Α υπερώριμος, παραγινωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἔξ ωρος, πρό ωρος] … Dictionary of Greek
υπερωριμάζω — υπερωρίμασα, υπερωριμασμένος, αμτβ., ωριμάζω υπερβολικά, γίνομαι υπερώριμος (βλ. λ.), παραγίνομαι (κυριολ. και μτφ.): Υπερωρίμασαν τα μήλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)